καυάζοντα

καυάζοντα
καυάζοντα· ἀποσκάζοντα, Hsch. [full] καυᾰλέος, α, ον,
A burnt up, parched, Id.:—also [full] καυαλής, ές, Id. [full] καυαλός· μωρολόγος, Id. [full] καύαξ, ᾱκος, [dialect] Ion. [full] καύηξ, ηκος, , v. κήξ. [full] καυάξαις, v. κατάγνυμι. [full] καυαρόν· κακόν, καπυρόν, Id.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”